ὀξυβλέπτης

ὀξυβλέπτης
ὀξῠ-βλέπτης, ου, ,
A one who is sharp-sighted, Hsch.s.v. ἀτρέστοις, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυβλέπτης — ὀξυβλέπτης, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει οξεία όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βλέπω] …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • οξυβλεπτώ — ὀξυβλεπτῶ, έω (Α) [οξυβλέπτης] έχω οξεία όραση …   Dictionary of Greek

  • οξυβλεψία — ὀξυβλεψία, ἡ (Α) [οξυβλέπτης] οξύτητα όρασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”